- λελαβέσθαι
- λελᾰβέσθαι,A v. λαμβάνω. [full] λελάθῃ, [full] λελάθοντο, [full] λελαθέσθαι, v. λανθάνω. [full] λέλᾱκα, [full] λελάκοντο, [full] λελᾰκυῖα, v. λάσκω. [full] λέλαμμαι, v. λαμβάνω, λέπω. [full] λέλασμαι, v. λανθάνω. [full] λελάχητε, [full] λελάχωσι, v. λαγχάνω. [full] λελέγια· κόχλακες, ἢ κοχλώδεις τόποι, Hsch. [full] λελεπρίς· ἰχθῦς ποιός, ἡ καλουμένη φυκίς, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.